- ακουμπιστήρι
- το-ιού1. αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς: Ζητώ το ακουμπιστήρι μου και δεν το βρίσκω.2. το ερεισίνωτο των επίπλων.3. στήριγμα, καταφύγιο: Έχασε το θείο του που του ήταν σπουδαίο ακουμπιστήρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.